- επαρτίζω
- ἐπαρτίζω (Α)1. ετοιμάζω, παρασκευάζω2. μέσ. επαρτίζομαι (με απρμφ.) ετοιμάζομαι3. (αμτβ.) προσαρμόζομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + αρχίζω «κοσμώ, παρασκευάζω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπαρτίσαι — ἐπαρτίζω get ready aor inf act ἐπαρτίσαῑ , ἐπαρτίζω get ready aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτίζειν — ἐπαρτίζω get ready pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτίζοντο — ἐπαρτίζω get ready imperf ind mp 3rd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπαρτίσσειεν — ἐπαρτίζω get ready aor opt act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επαρτύνω — ἐπαρτύνω (Α) 1. επαρτίζω*, ετοιμάζω, παρασκευάζω 2. μέσ. επαρτύνομαι παρασκευάζω για τον εαυτό μου … Dictionary of Greek
συνεπαρτίζω — A προπαρασκευάζω μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπαρτίζω «ετοιμάζω, παρασκευάζω»] … Dictionary of Greek